καταπειράζω
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
English (LSJ)
fut.
A -πειράσω Lys.30.34:— make an attempt on, τήν τινος ψῆφον Lys. l. c.; τοὺς τόπους LXX 2 Ma. 13.18; τοὺς στρατηγούς Inscr.Prien.111.135 (i B. C.). 2 c. gen., make trial of, τῶν πολεμίων, τῆς πόλεως, Plb.4.11.6, 4.13.5, cf.PAmh.2.134.3 (ii A. D.):—also in Med., Herod.Med. ap. Orib.10.40.5.
German (Pape)
[Seite 1368] versuchen, auf die Probe stellen; τὴν ὑμετέραν ψῆφον καταπειράσοντες εἰσεληλύθαμεν εἰς τὸ δικαστήριον Lys. 30, 34; gew. c. gen., τῶν πολεμίων Pol. 4, 11, 6, τῆς πόλεως ib. 13, 5, vom Angriff, die Eroberung versuchen; pass., Pol. 2, 65, 3, wie καταπειραθεὶς ὑπ' ἀῤῥωστίας (von καταπειράω), geschwächt, D. Sic. 17, 107.
Greek (Liddell-Scott)
καταπειράζω: κάμνω ἀπόπειραν, δοκιμάζω, προσπαθῶ νὰ ἀποκτήσω, τὴν ψῆφόν τινος Λυσ. 186, 29· τοὺς τόπους Ἑβδ. (Β' Μακκ. ΙΓ', 18). 2) μετὰ γεν., δοκιμάζω τι νὰ προσβάλω, νὰ κατακτήσω τι, τῶν πολεμίων, τῆς πόλεως, Πολύβ. 4. 11, 6., 13, 5. καὶ τὸ παθητ., ἐξ ἐφόδου καταπειράζεσθαι ὁ αὐτ. 2. 65, 13.