καταφθίνω

From LSJ
Revision as of 09:16, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταφθίνω Medium diacritics: καταφθίνω Low diacritics: καταφθίνω Capitals: ΚΑΤΑΦΘΙΝΩ
Transliteration A: kataphthínō Transliteration B: kataphthinō Transliteration C: katafthino Beta Code: katafqi/nw

English (LSJ)

[ῐ, sed v. infr.],

   A waste away, decay, Pi.I.8(7).51, Hdt. 2.123; κ. νόσῳ, γήρᾳ, S.Ph.266, E.Alc.622: in later Att. Prose, Thphr.HP9.16.5: aor. part. καταφθινήσας Plu.2.117c: pf. part. κατεφθινηκώς ib.621f, Arr.Epict.4.11.25: καταφθῑνουσι trans. is f.l. in Theoc.25.122.

Greek (Liddell-Scott)

καταφθίνω: ῐ, φθείρομαι, ἀφανίζομαι, μαραίνομαι, καταπίπτω, καταστρέφομαι, ἐπέων καρπὸς οὐ κατέφθινεν Πινδ. Ι. 8 (7). 102, Ἡρόδ. 2. 123, καὶ Τραγ., κ. νόσῳ, γήρᾳ Σοφ. Φιλ. 266, Εὐρ. Ἄλκ. 622· τὰ πήματα θάλλοντα μᾶλλον ἢ καταφθίνοντα ὁρῶ Σοφ. Ἠλ. 260· κ. γᾶ Εὐρ. Τρ. 1299· ἐξαμβλοῦται καὶ κ. ἱσχὺς τοῦ σώματος Πλουτ. Ἠθ. 2Ε· ὡσαύτως παρὰ μεταγενεστ. πεζογράφοις, ὡς κ. τὸ σῶμα Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 16, 5· ὁ Πλούτ. ἔχει μετοχ. ἀορ. καταφθινήσας, 2. 117C, πρκμ. κατεφθινηκὼς αὐτόθι 621Ε, Ἀρρ. Ἐπικτ. 4. 11, 25.- Ἐν Θεοκρ. 25.122 καταφθίνουσι, κεῖται μεταβατ. ἐναντίον τῆς σημασίας καὶ τῆς ποσότητος τῆς λέξεως· ὁ Meineke προτείνει καταφθινύθουσι.