καταψάω

From LSJ
Revision as of 11:19, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)

Καλὸν τὸ θνῄσκειν, οἷς ὕβριν τὸ ζῆν φέρει → Quis foeda vita restat, his pulchrum est mori → Wem das Leben Schmach bringt, dem ist Sterben schön

Menander, Monostichoi, 291
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταψάω Medium diacritics: καταψάω Low diacritics: καταψάω Capitals: ΚΑΤΑΨΑΩ
Transliteration A: katapsáō Transliteration B: katapsaō Transliteration C: katapsao Beta Code: kataya/w

English (LSJ)

   A stroke, caress, καταψῶσα τοῦ παιδίου τὴν κεφαλήν Hdt.6.61; καταψῶν αὐτὸν [τὸν κάνθαρον] ὥσπερ πωλίον Ar.Pax75, cf.X.Ap. 28; τὸ φαλακρόν Herod.6.76:—Pass., Asclep. ap. Gal.12.411; to be stroked the right way, Sch.Gen.Il.21.474.    2 metaph., smooth down, Plb.2.13.6, 10.18.3; cajole, wheedle, BGU1011.13 (ii B.C.).    3 scrape down, τοὺς τοίχους IG11(2).199A48(Delos, iii B.C.); rub down, ἅτερος τὸν ἕτερον Luc.Anach.1.

Greek (Liddell-Scott)

καταψάω: τρίβω ἐλαφρά, ἠρέμα διὰ τῆς χειρὸς ἵνα κολακεύσω, ἡμερώσω, «χαϊδεύω» διὰ τῆς χειρός, θωπεύω, ὡς τὸ Ὁμηρικὸν καταρρέζω, καταψῶσα αὐτοῦ τὴν κεφαλὴν Ἡρόδ. 6. 61· καταψῶν αὐτὸν τὸν κάνθαρον, ὥσπερ πωλίον Ἀριστοφ. Εἰρ. 75, πρβλ. Ξεν. Ἀπολ. 28· τὰς ὑπήνας κ. ἄκροις τοῖς δακτύλοις Εὐνάπ. σ. 201, 21· καταψῆσαι τοῦ ἵππου τὰ ὦτα καὶ τὴν χαίτην Φιλόστρ. σ. 59· τοὺς παῖδας προσαγόμενος καὶ καταψήσας θαρρεῖν ἐκέλευεν Πολύβ. 10. 18, 3· μεταφορ., καθησυχάζω, καταψήσαντες καὶ καταπραΰναντες τὸν Ἀσδρούβαν Πολύβ. 2. 13, 6., 10. 18, 3· ἴδε καταψήχω ΙΙ.