λειψόθριξ
From LSJ
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
English (LSJ)
τρῐχος, ὁ, ἡ, τό,
A having lost their hair, μέρη Ael.NA14.4.
German (Pape)
[Seite 27] τριχος, der die Haare verloren hat, Ael. H. A. 14, 4.
Greek (Liddell-Scott)
λειψόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἀπολέσας τὴν κόμην του, Αἰλ. π. Ζ. 14. 4.