Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κίστη

From LSJ
Revision as of 10:49, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

Θεὸν σέβου καὶ πάντα πράξεις εὐθέως (ἐνθέως) → Verehre Gott und alles schaffst du auf der Stell (gotterfüllt) → Verehre Gott, sogleich hast du durchweg Erfolg

Menander, Monostichoi, 229
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κίστη Medium diacritics: κίστη Low diacritics: κίστη Capitals: ΚΙΣΤΗ
Transliteration A: kístē Transliteration B: kistē Transliteration C: kisti Beta Code: ki/sth

English (LSJ)

ἡ,

   A basket, hamper, Od.6.76, Ar.Ach.1098, al., Thphr.HP 5.7.5, al., PCair.Zen.430.11, al. (iii B.C.), Euph.9, Call.Hec.1.2.13 (κείστη), etc.; writing-case, desk, Ar.V.529; voting-urn, Notiz.Arch. 4.20 (Cyrene, Aug.); = ἀγγεῖον πλεκτόν, Hsch.; made of bark, Thphr.ll.cc.: hence distd. fr. κιβωτός, Ammon.Diff.p.81 V.

German (Pape)

[Seite 1443] ἡ, Kasten, Kiste; μήτηρ δ' ἐν κίστῃ ἐτίθει μενοεικέ' ἐδωδήν Od. 6, 76; zu Kleidern, Ar. Equ. 1211 Th. 284 u. öfter; Sp., wie Paul. Sil. (VI, 654), μελανδόκος.

Greek (Liddell-Scott)

κίστη: ἡ, κιβώτιον, Λατ. cista, Ὀδ. Ζ. 76· συχνὸν παρ’ Ἀριστοφ. ἴδε Elmsl. εἰς Ἀχ. 1099· εἶδος γραφείου, κιβωτίου περιέχοντος τὰ πρὸς γραφὴν χρήσιμα, Ἀριστοφ. Σφ. 529· ― Ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 1137, εὑρίσκομεν γεν. ἐκ τῆς κιστίδος, ὅπερ ἐσχημάτισεν ὁ ποιητὴς ὡς παρῳδίαν τοῦ ἐν τῷ προηγουμένῳ στίχῳ ἐκ τῆς ἀσπίδος. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κίστη· ἀγγεῖον πλεκτόν, εἰς ὃ βρῶμα ἐνετίθετο καὶ ἱμάτια. κιβωτός».