Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib
Full diacritics: λῠκόω | Medium diacritics: λυκόω | Low diacritics: λυκόω | Capitals: ΛΥΚΟΩ |
Transliteration A: lykóō | Transliteration B: lykoō | Transliteration C: lykoo | Beta Code: luko/w |
(λύκος)
A tear like a wolf:—Pass., to be torn by wolves, πρόβατα λελυκωμένα X.Cyr.8.3.41.
λῠκόω: (λύκος) κατασπαράττω ὡς λύκος· ― Παθ., κατασπαράττομαι ὑπὸ λύκων, πρόβατα λελυκωμένα Ξενοφ. Κύρ. 8. 3, 41· μεταβάλλομαι εἰς λύκον, Θ. Στουδ. σ. 780, ἔκδ. Mi.