λογογραφέω
From LSJ
καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle
English (LSJ)
A to be a λογογράφος 11, write speeches, τισι for people, Plu.Comp.Dem.Cic.3; ἐπί τινα Id.Dem.6. II make into a story, [μυθάρια] Jul.Or.7.208c. III keep accounts, ψευδῶς λ., Ἑλληνικά 1.18 (Gytheum, i A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
λογογρᾰφέω: εἶμαι λογογράφος· - γράφω λόγους, τινι, διά τινα ἄλλον, Πλουτ. Δημ. 6, Σύγκρ. Δημ. καὶ Κικ. 3.