μικροπρεπής
ἀρχὴ παιδεύσεως ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις → the beginning of education is the examination of names, the beginning of philosophical education is the examination of names, the beginning of all education is the investigation of names
English (LSJ)
ές, (πρέπω)
A petty, mean, shabby, opp. μεγαλοπρεπής, Arist.EN1123a27; ἡ ἀκριβολογία μικροπρεπές ib.1122b8; μικροπρεπὲς ἡ ἀκρίβεια Demetr.Eloc.53, cf. 60, Charond. ap. Stob.4.2.24, Phalar.Ep.118 (Comp.); μ. [βίος] Plu.2.8a. Adv. -πῶς Posidon. ap. Gal.5.471, Sch.E.Ph.111.
German (Pape)
[Seite 184] ές, der Ggstz von μεγαλοπρεπής und ἐλευθέριος, kleinlich, bes. in Geldsachen, von niedriger, gemeiner Denkart; ἡ περὶ λέξιν ἅμιλλα μικροπρεπὲς φαίνεται καὶ σοφιστικόν, Plut. Nic. 1; Luc. Epist. saturn. 32 u. a. Sp. – Auch adv. μικροπρεπῶς, Schol. Eur. Phoen. 111.
Greek (Liddell-Scott)
μῑκροπρεπής: -ές, (πρέπω) ὡς τὸ μικρολόγος, εὐτελής, χαμερπής, φειδωλός, σχεδὸν ἰσοδύναμον τῷ Λατ. illiberalis, ἀνελεύθερος, δουλοπρεπής, ἀντίθ. τῷ μεγαλοπρεπής, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4, 2, 21, κ. ἀλλ.· ἐπὶ πραγμάτων, αὐτόθι 4. 2, 8. Ἐπίρρ. -πῶς, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 111.