ὀλιγόπιστος
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
English (LSJ)
ον,
A of little faith, Ev.Matt.8.26, al., Sext.Sent. 6.
German (Pape)
[Seite 321] mit wenigem Glauben, kleingläubig, Matth. 6, 30.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγόπιστος: -ον, ὁ ἔχων ὀλίγην πίστιν, Εὐάγγ. κ. Ματθ. η΄, 26, κτλ.