περιοπτέος

From LSJ
Revision as of 11:09, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_4)

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιοπτέος Medium diacritics: περιοπτέος Low diacritics: περιοπτέος Capitals: ΠΕΡΙΟΠΤΕΟΣ
Transliteration A: perioptéos Transliteration B: periopteos Transliteration C: periopteos Beta Code: periopte/os

English (LSJ)

α, ον, (περιοράω)

   A to be overlooked or suffered, c. part., οὔ σφι π. Ἑλλὰς ἀπολλυμένη Hdt.7.168 ; ἡμῖν τοῦτό ἐστι οὐ π., γένος τὸ Εὐρυσθένεος γενέσθαι ἐξίτηλον Id.5.39.    2 to be watched or guarded against, Th.8.48.    II περιοπτέον one must overlook or suffer, X. Lac.9.5, Agath.3.10.

German (Pape)

[Seite 585] adj. verb. zu περιοράω, man muß übersehen, unbeachtet lassen; c. partic., οὔ σφι περιοπτέη ἐστὶ ἡ Ἑλλὰς ἀπολλυμένη Her. 7, 168; mit dem inf., 5, 39 ἡμῖν τοῦτό ἐστι οὐ περιοπτέον, γένος γενέσθαι ἐξίτηλον.

Greek (Liddell-Scott)

περιοπτέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθετον τοῦ περιοράω, ὃν δεῖ περιορᾶν, μετὰ μετοχ., οὔ σφι π. Ἑλλὰς ἀπολλυμένη Ἡρόδ. 7. 168· ἡμῖν τοῦτό ἐστι οὐ π. γένος τὸ Εὐρυσθένεος γενέσθαι ἐξίτηλον ὁ αὐτ. 5. 39. 2) περιοπτέον σφίσι, περιαθρητέον, Θουκ. 8. 48. ΙΙ. περιοπτέον, πρέπει τις νὰ παραβλέπῃ ἢ νὰ ἀνέχηται, Ξεν. Λακ. 9. 5,