ὑπατεύω
Δειλοῦ γὰρ ἀνδρὸς δειλὰ καὶ φρονήματα → Etiam consilia ignava ignavi sunt viri → Des feigen Mannes Denkungsart ist feige auch
English (LSJ)
A to be consul, Mon.Anc.Gr.11.21, Plu.Publ.3, etc.; ὁ ὑπατευκώς, Lat. consularis, Posidon.36J. 2 to be consular governor, τῆς ἐπαρχείας Ath.Mitt.48.102, IGRom.1.575 (both Nicopolis ad Istrum, ii A. D.): abs., ib.3.1277 (Arabia, ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 1184] Consul sein, Plut. Popl. 3 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπᾰτεύω: (ὕπατος) εἶμαι ὕπατος, Πλουτ. Ποπλικ. 3, κλπ.· ὁ ὑπατευκώς, Λατιν. consularis, Ἀθήν. 213Β, Ἡρῳδιαν. 2. 6. 2) ῥίπτω ὑπατείαν, δηλ. χρήματα εἰς τὸ πλῆθος, Θεοφάν. 310, οἱ Μετὰ τὸν Θεοφάν. 256. 3) σηκώνω ἢ κρεμῶ ὑψηλὰ κεφαλὴν ἀποτετμημένην ἐκ τοῦ σώματος, Θεοφάν. 389, (πρβλ. Ἑβδ. Δ΄ Βασιλ. ΚΕ΄, 27, Ἰουδὶθ ΙΔ΄, 1, Διον. Ἁλ. ΙΙΙ, 1925, κλπ.).