πάρισος

From LSJ
Revision as of 10:02, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_19)

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάρῐσος Medium diacritics: πάρισος Low diacritics: πάρισος Capitals: ΠΑΡΙΣΟΣ
Transliteration A: párisos Transliteration B: parisos Transliteration C: parisos Beta Code: pa/risos

English (LSJ)

ον,

   A almost equal, evenly balanced, ἀγών, κίνδυνος, Plb.2.10.2, 5.69.8 ; π. ταῖς δυνάμεσι Id.1.13.12 ; πέλαγος π. τῷ Ποντικῷ Str.11.7.1 ; ἴση ἢ π. γε (sc. ἡ εὐθεῖα) Id.2.1.28.    II in Rhet., of the clauses of a sentence, exactly balanced and even, π. καὶ ὁμοιοτέλευτον Arist. Rh.1410b1, cf. Phld. Rh.2.258 S. ; ἰσόκωλα καὶ πάρισα D.S.12.53 ; ἀντίθετα καὶ π. καὶ ὁμοιόπτωτα Plu.2.350d ; οὔτε π. τὰ κῶλα ἀλλήλοις εἶναι οὔτε παρόμοια parallel in structure, D.H. Comp.22, cf. 23 ; ἵνα τὸ τελευταῖον κῶλον π. καὶ ἐφάμιλλον τοῖς πρὸ αὐτοῦ γένηται ib.9 ; π. σχῆμα Hermog. Meth.16.

German (Pape)

[Seite 523] fast gleich, Pol. 2, 10, 2 u. öfter, bes. τοῖς πολεμίοις, den Feinden gewachsen; Moeris erkl. es für hellenistisch, dem attischen ἀμφιδήριτος καὶ ἀγχώμαλος entsprechend; – adv. παρίσως, ungefähr; – τὰ πάρισα, in der Rhetorik, wenn mehrere Kola hinter einander gleiche Ausgänge, Endreime, gleiche Stellung der Wörter haben; καὶ ὁμοιοτέλευτον, Arist. rhet. 3, 9; καὶ ἰσόκωλα καὶ ὁμοιοτέλευτα, D. Sic. 12, 53; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πάρῐσος: -ον, σχεδὸν ἴσος, ἀγών, κίνδυνος Πολύβ. 2. 10, 2, κτλ.· π. ταῖς δυνάμεσι ὁ αὐτ. 1. 13, 12. ΙΙ. ἐν τῇ Ρητορικῇ, δύο κῶλα ἀλλεπάλληλα συμφωνοῦντα κατὰ τὸν ῥυθμὸν πρὸς ἄλληλα καὶ ἔχοντα ἴσας ἢ σχεδὸν ἴσας συλλαβάς, πάρισον καὶ ὁμοιοτέλευτον Ἀριστ. Ρητορ. 3. 9, 9· ἰσόκωλα καὶ πάρισα Διόδ. 12. 53· πρβλ. παρίσωσις.