σχιστός

Revision as of 10:55, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

English (LSJ)

ή, όν, (σχίζω)

   A cloven, divided, κέλευθος A.Fr.173; ὁδός S.OT733, E.Ph.38; ἄντυξ Id.Rh.373 (lyr.); λίνον σ. lint, Hp.Nat.Mul.53 (but cf. 4 infr.); πέρκη σ. a split perch, Antiph.132; Ἀργεῖαι σ. a kind of women's shoes, Eup.266; σ. χιτωνίσκος a tunic open at the side, Apollod.Com.12; without χιτωνίσκος, PSI4.341.7 (iii B.C.), Schwyzer 462 B30 (Tanagra, iii B.C.); σχιστὰς ἕλκειν, of a certain dance (cf. σχίσμα IV), Poll.4.105.    2 clovenhoofed, opp. μῶνυξ, Pl.Plt.265d; similarly of wings, etc., Arist PA 692b12, etc.    3 σ. γάλα curdled milk (v. σχίζω 1.3), Dsc.2.70, Gal. 12.292.    4 λίνον σ. fine flax, LXX Is.19.9.    II that may be split or cleft, divisible, σ. κατὰ μῆκος Arist.HA515b15, cf. Mete.386b26, etc.; σ. λίθος, prob. talc, Dsc.5.127, cf. 106, etc.; σ. κρόμμυα (v. κρόμμυον 11) Thphr.HP7.4.7.

German (Pape)

[Seite 1056] gespalten, getrennt; ὁδός, Soph. O. R. 753; Eur. Phoen. 38; im Ggstz von μῶνυξ, mit gespaltenen Klauen, Plat. Polit. 265 d; was sich spalten, trennen läßt, trennbar, theilbar; σχιστὰς ἕλκειν, eine Art Tanz, Poll. 4, 105; – γάλα σχιστόν, geronnene Milch, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

σχιστός: -ή, -όν, (σχίζω) ἐπὶ ὁδοῦ, σχιστὴ κέλευθος, σχ. ὁδὸς, ἡ χωριζομένη, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 171, Σοφ. Ο. Τ. 733, Εὐρ. Φοίν. 38· ἄντυξ ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 373· λίνον σχ., μοτόν, ξαντόν, Ἱππ. 580. 47· ἔστω δ’ ἡμῖν κεστρεὺς τμητός, νάρκη πνικτή, πέρκη σχιστή, διεσχισμένη, Ἀντιφάνης ἐν «Κύκλωπι» 1· ― Ἀργείων σχισταί, εἶδος γυναικείων πεδίλων, Εὔπολις ἐν «Φίλοις» 2· σχιστὸς χιτωνίσκος, χιτὼν γυναικεῖος ἀνοικτὸς κατὰ τὰ πλάγια, πρβλ. χιτὼν Ι. 2), Ἀπολλόδ. ἐν «Συνεφήβοις» 1· ― σχιστὰς ἕλκειν, «ἦν δὲ καὶ σχιστὰς ἕλκειν σχῆμα ὀρχήσεως χωρικῆς» (πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. σχίσμα), Πολυδ. Δ΄, 105. 2) ὁ ἔχων διεσχισμένην τὴν χηλήν, ἀντίθετον τῷ μῶνυξ, Πλάτ. Πολιτικ. 265D, οὕτως ἐπὶ τῶν πτερύγων, κτλ., Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 3, κλπ. 3) σχ. γάλα, οὗ ὁ ὀρὸς ἐχωρίσθη ἀπὸ τοῦ τυρώδους, ἴδε σχίζω 3. ΙΙ. ὁ δυνάμενος νὰ σχισθῇ, διαιρετικός, διαιρέσιμος, σχ. κατὰ μῆκος ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 5, 6, πρβλ. Μετεωρ. 4. 9, 19, κλπ.· σχ. λίθος, λίθος τις γεννώμενος ἐν Ἰβηρίᾳ, εὔθρυπτος καὶ εὔσχιστος, ἔχων ὁμοιότητα πρὸς ἀμμωνιακὸν ἅλας, Διοσκ. 5. 145, πρβλ. 123, κλπ.· σχ. κρόμμυα Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 4, 7.