ὑποταγή
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
English (LSJ)
ἡ,
A subordination, subjection, D.H.3.66, 2 Ep.Cor.9.13, Ep.Gal.2.5; ἐν ὑποταγῇ in a subordinate position, BGU96.7 (iii A. D.): pl., Cat.Cod.Astr.8(4).143. 2 post-position, ἐν ὑποταγῇ A.D.Pron.35.23, cf. Synt.306.8. 3 copy, ψηφισμάτων . . καὶ ἐπιστολῆς IGRom.3.705 (Lycia, ii A. D., pl.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποτᾰγή: ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ ὑποτάσσεσθαι, ὑπακοή, ἑκούσιος συγκατάθεσις, Διονύσ. Ἁλ. 3. 66, Ἐπιστ. Β΄ πρὸς Κορινθ. θ΄, 13, πρὸς Γαλάτ. β΄, 5. 2) ἐν σχέσει πρὸς τὴν ὑποτακτικὴν ἔγκλισιν, Ἀπολλ. π. Συντάξ. 301, κλπ.