χαλκεοτευχής
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
ές,
A armed in brass, E.Supp.999 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1330] in Erz gerüstet, Kapaneus, Eur. Suppl. 1024.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκεοτευχής: -ές, ἔχων χαλκᾶ τεύχη, ὡπλισμένος δι’ ὅπλων χαλκῶν, Εὐρ. Ἱκ. 999, ἔνθα πλεῖστα Ἀντίγραφα χαλκοτευχὴς ἐναντίον τοῦ μέτρου.