polite
From LSJ
Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort
English > Greek (Woodhouse)
adj.
Ar. and P. ἀστεῖος, χαρίεις. Affable: P. and V. εὐπροσήγορος, φιλάνθρωπος, φιλόφρων (Xen.), P. ῥᾴδιος, κοινός, εὐπρόσοδος. Respectful: P. and V. κόσμιος, V. αἰδοῖος, αἰδόφρων.