αἰγίλιψ
From LSJ
Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt
English (LSJ)
[γῐ], ῐπος, ὁ, ἡ, (expl. by Gramm. from αῐξ, λείπω, cf. Sch. Il.9.15)
A destitute even of goats, hence, steep, sheer, πέτρη Il.9.15, al. (not in Od.), A.Supp. 794 (lyr.), Lyc.1325; also in form αἰγίλιπος, Hsch. (Perh. cognate with Lith.lipti `climb'.)
Greek (Liddell-Scott)
αἰγίλιψ: [γῐ], ῐπος, ὁ, ἡ, ἴσως ἐκ τοῦ αἴξ, λείπω = ἐγκαταλελειμμένος καὶ ὑπὸ αἰγῶν ἔτι· ἑπομέν. = κρημνώδης, ὄρθιος· πέτρη, Ἰλ. Ι. 15 καὶ ἀλλ., (οὐδαμοῦ ἐν Ὀδ.)· προσέτι καὶ παρ’ Αἰσχύλ. Ἱκ. 794 (λυρ.).
French (Bailly abrégé)
ιπος (ὁ, ἡ)
escarpé.
Étymologie: αἴξ, R. Λιπ- peut-être apparentée avec lith. lipti « grimper ».