ὀνομακλήδην
From LSJ
Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht
English (LSJ)
Adv., (καλέω)
A calling by name, by name, ἐκ δ' ὀνομακλήδην Od.4.278, v. ἐξονομακλήδην.
German (Pape)
[Seite 349] mit Nennung des Namens, ὀνομάζειν, beim Namen rufen, Od. 4, 278.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνομακλήδην: Ἐπίρρ. (καλέω) ὀνομαστί, κατ’ ὄνομα, ὀνομακλήδην ὀνομάζων ἄνδρα ἕκαστον Ὀδ. Δ. 278· πρβλ. ἐξονομακλήδην.
French (Bailly abrégé)
adv.
en désignant par son nom.
Étymologie: ὄνομα, καλέω, -δην.