ἤλυθον
From LSJ
Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist
English (LSJ)
A v. ἔρχομαι. ἦλυξ, ῠγος, ὁ, = ἠλύγη, Choerob. in Theod.2.400; ἠλύγων ὀρέων· ἐν σκότῳ κατεχομένων, Hsch. (leg. -αίων). ἤλυξα, v. ἀλύσκω. ἠλῠσίη, ἡ, = ἤλυσις, ὁδός, Id., cf. EM497.9.
German (Pape)
[Seite 1163] aor. II. zu ἔρχομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἤλῠθον: ἴδε ἐν λ. ἔρχομαι.
French (Bailly abrégé)
ao.2 poét. de ἔρχομαι.