ὑψίκερως
From LSJ
τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.
Greek (Liddell-Scott)
ὑψίκερως: -ων, γεν. -ω, (κέρας) ὁ ἔχων ὑψηλὰ κέρατα, ἔλαφος Ὀδ. Κ. 158· ὑψίκερω… φάσμα ταύρου Σοφ. Τραχ. 507· ― ἔχομεν ὡσαύτως αἰτ. κατὰ μεταπλασμόν, ὑψικέρᾱτα πέτραν, βράχον ὑψικόρυφον, Πινδ. (Ἀποσπ. 285) παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Νεφ. 597, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 658, Χοιροβ. 50. 12.