χερειότερος
From LSJ
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
English (LSJ)
η, ον, Ep. Comp. for sq., Il.2.248, 12.270, AP7.371 (Crin.), Q.S.5.555.
German (Pape)
[Seite 1349] poet. compar. = χερείων; Il. 2, 248; ὅς τ' ἔξοχος, ὅς τε μεσήεις, ὅς τε χερειότερος 12, 220; sp. D., wie Bian. 15 (IX, 548), Opp. Hal. 3, 432.
Greek (Liddell-Scott)
χερειότερος: -α, -ον, Ἐπικ. συγκρ. ἀντὶ τοῦ ἑπομ., οὐ γὰρ ἐγὼ σέο φημὶ χερειότερον βροτὸν ἄλλον ἔμμεναι, ὅσσοι ἅμ’ Ἀτρεΐδῃς ὑπὸ Ἴλιον ἦλθον Ἰλ. Β. 248, Μ. 270.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
c. χερείων.