κυβερνήτης

From LSJ
Revision as of 19:55, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠβερνήτης Medium diacritics: κυβερνήτης Low diacritics: κυβερνήτης Capitals: ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ
Transliteration A: kybernḗtēs Transliteration B: kybernētēs Transliteration C: kyvernitis Beta Code: kubernh/ths

English (LSJ)

(Aeol. κυμερνήτης, q.v.), ου, ὁ,

   A steersman, pilot, Il.19.43, Od.9.78, A.Supp. 770, Hdt.2.164, Ar.Th.837, Th.7.70, Pl.R.341c, etc.; skipper of Nileboat, ναύκληρος καὶ κ. PHib.1.39.6 (iii B.C.), cf. PGiss.11 (ii A.D.), etc.    2 metaph., guide, governor, E.Supp.880, Pl.Phdr.247c; as an official title, PMasp.89 iii 1 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 1522] ὁ, der Steuermann, zunächst des Schiffes; Od. 3, 279; τὰς (νῆας) δ' ἄνεμός τε κυβερνῆταί τ' ἴθυνον 9, 78; φιλεῖ ὠδῖνα τίκτειν νὺξ κυβερνήτῃ σοφῷ Aesch. Suppl. 751; a. D., wie in Prosa; κυβερνήτεα im acc., Her. 8, 18; ihm entspricht der πρωρεύς auf der πρώρα, Xen. An. 5, 8, 20. – Uebertr., bes. vom Lenker des Staates; πόλις κακῶς κλύουσα διὰ κυβερνήτην κακόν Eur. Suppl. 880; κυβερνήτῃ νῷ χρῆται Plat. Phaedr. 247 c.

Greek (Liddell-Scott)

κῠβερνήτης: -ου, ὁ, κυβερνήτης πλοίου, πηδαλιοῦχος, Λατ. gubernator, Ἰλ. Τ. 43, Ὀδ. Ι. 78, Ἡρόδ. 2. 164 (ἐν Ἰων. αἰτ. κυβερνήτεα), Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 770, Ἀριστοφ. Θεσμ. 837, Θουκ. 7. 70, κτλ. 2) μεταφ., ὁ κυβερνῶν πόλιν, ἐπεί τοι κοὐδὲν αἰτία πόλις κακῶς κλύουσα διὰ κυβερνήτην κακὸν Εὐρ. Ἱκέτ. 880, Πλάτ. Φαῖδρ. 247C.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. primit. pilote, chef de timonerie;
II. postér. officier de marine :
1 commandant en second d’un navire, subordonné au triérarque;
2 commandant de l’arrière.
Étymologie: κυβερνάω.