ἱστοδόκη
Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind
English (LSJ)
ἡ,
A mast-holder, a piece of wood standing up from the stern, on which the mast rested when let down, Il.1.434; glossed by ἱστο-θήκη, Sch.D adloc., EM478.30.
German (Pape)
[Seite 1271] ἡ, Behälter für den Mastbaum, das Lager, in welches der Mastbaum hineingelegt wird, wenn er heruntergelassen ist, ἱστὸν δ' ἱστοδόκῃ πέλασαν προτόνοισιν ὑφέντες Il. 1, 434.
Greek (Liddell-Scott)
ἱστοδόκη: ἡ, ξύλον ἐξέχον κατὰ τὴν πρύμναν, ἐφ’ οὗ κατεβιβάζετο καὶ ἐστηρίζετο ὁ ἱστός, ἱστόν δὲ ἱστοδόκῃ πέλασαν προπόνοισιν ὑφέντες Ἰλ. Α. 434· ἴδε Σχολ., ὅστις ἑρμηνεύει διὸ τοῦ ἱστοθήκη.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
chevalet sur lequel on renverse le mât d’un vaisseau.
Étymologie: ἱστός, δέχομαι.