κάλλιμος
From LSJ
καὶ ἥ γε ἀνία τὸ ἐμποδίζον τοῦ ἰέναι → sorrow is that which hinders motion
English (LSJ)
ον, poet. for καλός,
A beautiful, δῶρα Od.4.130, 8.439; οὖρος 11.640; Χρόα, ὄπα κάλλιμον, 11.529, 12.192.
German (Pape)
[Seite 1310] ον, poet. = καλός, schön; δῶρα Od. 4, 130. 8, 439; οὖρος 11, 640; χρόα, ὄπα, 11, 529. 12, 192; sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
κάλλῐμος: -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ καλός, δῶρα Ὀδ. Δ. 130, Θ. 439· οὖρος Λ. 640· χρόα, ὄπα κάλλιμον Λ. 529, Μ. 192.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 beau;
2 bon, favorable.
Étymologie: καλός.