μεταπαύομαι
From LSJ
English (LSJ)
A rest between-whiles, μεταπαυόμενοι δὲ μάχοντο Il.17.373. II c. gen., cease from, ὅθι λαρὸν ὕδωρ -παύεται ἅλμης Opp. H.1.115.
German (Pape)
[Seite 152] dazwischen aufhören u. ausruhen, μεταπαυόμενοι δὲ μάχοντο, Il. 17, 373.
Greek (Liddell-Scott)
μεταπαύομαι: μέσ., ἀναπαύομαι ἐν τῷ μεταξύ, μεταπαυόμενοι δὲ μάχοντο, Ἰλ. Ρ. 373· ὡσαύτως μετὰ γεν., ἀναπαύομαι μεταξύ, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ὀππ.
French (Bailly abrégé)
cesser par intervalles, se reposer de temps en temps.
Étymologie: μετά, παύομαι.