προσοίχομαι
From LSJ
Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n
English (LSJ)
A have gone to a place, Pi.P.6.4.
German (Pape)
[Seite 774] (s. οἴχομαι), hinzu-, hinangehen, ὀμφαλὸν χθονός, Pind. P. 6, 4; – noch dazu, obendrein weggehen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προσοίχομαι: ἀποθ., προσέρχομαι, πλησιάζω εἴς τινα τόπον, Πινδ. Π. 6. 4.