παραινέω
English (LSJ)
3sg. impf.
A παρῄνει Th.1.139; Ion. παραίνεε Hdt.8.19: fut. -έσω S.OC1181, Ar.Pax1245, D.37.11, etc.; -έσομαι Pl.Mx.236e: aor. παρῄνεσα S.Ph.1434, Ar.Ra.1420, Isoc. 12.264; Ion. -αίνεσα Hdt.1.80: pf. παρῄνεκα Isoc.Ep.2.1, Luc.Im. 16:—Pass., aor. παρῃνέθην Hp.Fract.8: pf. inf. παρῃνῆσθαι Th.7.69:— exhort, recommend, advise, παραίνεσε μὴ φειδομένους κτείνειν πάντα Hdt.1.80; ὧδε παραινέων, πέμψαντα δέεσθαι Id.3.4; π. τινί c. inf., Ar. Ra.1132, Pl.Phdr.234b; τοῖς ναύταις παραινῶ μὴ ἐκπεπλῆχθαι Th.7.63; π. τινί τι Pi.P.6.23, A.Pr.309, S.OC464, etc.; τι Hdt.1.59, 5.31, etc.; π. τινί advise a person, A.Ch.903; τοῖς πέλας Th.5.9; ἄλλῳ πονοῦντι ῥᾴδιον παραινέσαι Philem.75.1:—Pass., ὥσπερ πρότερον παρῃνέθη Hp. l.c., cf. Th.7.69. 2 advise or recommend publicly, propose, παρῄνει τοιάδε Id.1.139, cf. IG12.90.43, etc.; π. περὶ τῶν παρόντων Th.2.13; οὐ π. advise not... c. inf. (cf. οὔ φημι, etc.), ib.18.
German (Pape)
[Seite 479] (s. αἰνέω, fut. παραινέσομαι, Plat. Menex. 236 e, auch παραινέσω, Soph. O. C. 1183 Ar. Ran. 1420, παρῃνεκώς Isocr. ep. 2, 1), zureden, ermuntern, rathen, warnen; Πηλεΐδᾳ ἐφημοσύναν, Pind. P. 6, 23; neben νουθετέω, Aesch. Pers. 264; παραινέσαι γέ σοι θέλω τὰ λῷστα, Prom. 307, vgl. Ch. 890; τὸ σπεύδειν δέ σοι παραινῶ, Soph. Phil. 617, vgl. 1335 Trach. 667; πιθοῦ μοι κεἰ νέα παραινέσω, O. C. 1183; ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν, Eur. Alc. 1081; Phoen. 460 u. öfter; Ar. Nub. 89; u. in Prosa, gew. c. inf., παραινέσας τὰ κρέσσω αἱρέεσθαι, Her. 8, 83. 9, 122; παρῄνει τοιάδε, Thuc. 1, 139; εἰ ἅπασί σοι παραινῶ χαρίζεσθαι, Plat. Phaedr. 234 b; περί τινος, Legg. IV, 718 d; καὶ παραθαῤῥύνω, aufmuntern, Xen. Hell. 2, 1, 5; es folgt auch eine indirecte Frage, ὁποίους τινὰς χρη εἶναι, Xen. Cyr. 3, 3, 35.
Greek (Liddell-Scott)
παραινέω: παρατ. παρῄνει Θουκ., Ἰων. παραίνεε Ἡρόδ.· μέλλ. -έσω, Σοφ. Ο. Κ. 1181, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1429, Εἰρ. 1246, Δημ., κλ.· -έσομαι Πλάτ. Μενέξ. 236Ε, Λουκ. Εἰκόν. 16· ἀόρ. παρῄνεσα Σοφ. Φ. 1434, Ἀριστοφ., Ἰσοκρ.· πρκμ. παρῄνεκα Ἰσοκρ. 407Α. - Παθ., ἀόρ. παρῃνέθην Ἱππ.: πρκμ. ἀπαρ. παρῃνῆσθαι Θουκ. 7. 69. Προτρέπω, συμβουλεύω, π. τινι ποιεῖν τι Ἡρόδ. 1. 80., 3. 4, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1132, Πλάτ. Φαῖδρ. 234Α· τοῖς ναύταις παραινῶ μὴ ἐκπεπλῆχθαι Θουκ. 7. 63· π. τινι Πινδ. Π. 6. 23, Αἰσχύλ. Πρ. 307, κτλ.· τι Ἡρόδ. 1. 59., 5. 31, Σοφ. Ο. Κ. 464, κτλ.· π. τινι, συμβουλεύω τινά, δίδω συμβουλὴν εἴς τινα, Αἰσχύλ. Χο. 903, Θουκ. 5. 10· ἄλλῳ πονοῦντι ῥᾴδιον παραινέσαι ἔστιν Φιλήμων ἐν «Σικελικῷ» 1. -Παθ., ὥσπερ παρῃνέθη Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 757. 2) συμβουλεύω, προτρέπω δημοσίᾳ, παρῄνει τοιάδε Θουκ. 1. 139, κτλ.· ὡσαύτως, π. περί τινος ὁ αὐτ. 3. 13· οὐ π., συμβουλεύω νὰ μή.., μετ’ ἀπαρ., ὡς τὸ οὔ φημι κτλ., ὁ αὐτ. 2. 18. Πρβλ. αἰνέω.
French (Bailly abrégé)
impf. παρῄνουν, f. παραινέσω, rar. παραινέσομαι, ao. παρῄνεσα, pf. παρῄνεκα;
Pass. ao. παρῃνέθην, pf. παρῄνημαι;
1 conseiller, exhorter : τινι, rar. τινα qqn ; τι donner un conseil ; τινί τι conseiller qch à qqn ; τινι ποιεῖν τι HDT exhorter qqn à faire qch ; π. ὁποίους τινὰς χρὴ εἶναι XÉN remontrer ce que doivent être (ces citoyens, des soldats, etc.);
2 avertir;
3 encourager.
Étymologie: παρά, αἰνέω.
English (Slater)
παραινέω
1advise, make aware of, c. acc. & dat. ἐφημοσύναν, τά ποτ' ἐν οὔρεσιν φαντὶ μεγαλοσθενεῖ Φιλύρας υἱὸν ὀρφανιζομένῳ Πηλείδᾳ παραινεῖν (P. 6.23) υἱοῖσί τε φράζων παραινεῖ (sc. τοῦτ' ἔπος) (I. 6.68)