Σεμέλα
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (Slater)
Σεμέλα (cf. Θυώνα.) daughter of Kadmos, mother of Dionysos.
1 ζώει μὲν ἐν Ὀλυμπίοις ἀποθανοῖσα βρόμῳ κεραυνοῦ τανυέθειρα Σεμέλα (O. 2.26) Κάδμου κόραι, Σεμέλα μὲν Ὀλυμπιάδων ἀγυιᾶτις, Ἰνὼ δὲ (P. 11.1) [Σεμέλην secl. edd. ut gloss. fr. 75. 12.] οἰχνεῖ τε Σεμέλαν ἑλικάμπυκα χοροί fr. 75. 19.