ἔσοδος

From LSJ
Revision as of 13:59, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἔσοδος: ἐσοικείω, κτλ., ἴδε εἴσοπτρον, εἰσοικέω.

French (Bailly abrégé)

ion. et anc. att. p. εἴσοδος.

English (Slater)

ἔσοδος
   a access, avenue met. ὅσαι τ' εἰσὶν ἐπιχωρίων καλῶν ἔσοδοι, τετόλμακε (P. 5.116)
   b dub., entry (into competition). Ἐλέλιχθον, ἄρχεις ὃς ἱππιᾶν ἐσόδων (Bowra: ὀργαῖς πάσαις ὃς ἱππείαν ἔσοδον codd.: ἱππικὰς ἁμίλλας Σ paraphr.) (P. 6.50)