ἀνεῖπον
Ἦθος προκρίνειν χρημάτων γαμοῦντα δεῖ → Ex moribus, non aere, nupturam aestima → Bewerte den Charakter nicht das Geld der Braut
English (LSJ)
aor. with no pres. in use, ἀναγορεύω being used instead; imper.
A ἀνειπάτω IG22.1186.19, but -έτω ib.1247.13:—announce, proclaim, esp. by herald, ἀ. τινά proclaim conqueror, Pi.P.1.32, 10.9; στέφανον IG12(5).129.33 (Paros, cf. Docum. ap. D.18.55; τῷ ἀπειθοῦντι πάντα τὰ χαλεπὰ ἀνεῖπεν X.Cyr.4.2.35; τὸν νόμον ἄνειπε Herod.2.42: c. acc. et inf., make proclamation that... τοὺς γεωρλοὺς ἀπιέναι Ar.Pax 550; κήρυγμα τόδε ἀνειπών . . τὸν μὲν βουλόμενον . . μένειν κτλ. Th.4.105; also εἴ τις εἴη . . ἐκφαίνεσθαι X.Cyr.4.5.56: abs., proclaim, give notice, in law-courts, theatres, etc., ἀνεῖπεν ὁ κῆρυξ, εἴ τις βούλεται . . ξυμμαχεῖν, τίθεσθαι τὰ ὅπλα Th.2.2, cf. Pl.R. 580b, etc.; ὁ δ' ἀνεῖπεν, εἴσαγ', ὦ Θέογνι, τὸν χορόν Ar.Ach.11; ἐν τῷ βουλευτηρίῳ ἀ. Docum. ap. D.l.c. supr.: simply, say aloud, τῷ δὲ ἀνεῖπεν ἔνδοθεν, εἰς κόρακας Luc.Alex.46.—Pass., aor. ἀνερρήθην, ἀναρρηθεὶς ἡγεμών X.HG1.4.20, etc.; ἀναρρηθέντος ἐν τῷ θεάτρῳ τοῦ στεφάνου D.18.83, cf. ib.149; τὸν ἐν τῇ ἐκκλησία στέφανον ἀναρρηθέντα Aeschin.3.47: fut. ἀναρρηθήσεται ib.147: pf. imper. ἀνειρήσθω let the proclamation be taken as made, Pl.R.58oc. II call upon, invoke, θεούς Plu.Comp.Thes.Rom.6.
French (Bailly abrégé)
inf. ἀνειπεῖν;
sert d’ao.2 à ἀναγορεύω;
1 faire connaître à haute voix, publier;
2 répondre à haute voix;
3 invoquer (les dieux).
Étymologie: ἀνά, εἶπον.
English (Slater)
ἀνεῑπον aor.
1 proclaim Πυθιάδος δ' ἐν δρόμῳ κάρυξ ἀνέειπέ νιν (P. 1.32) στρατῷ τ' ἀμφικτιόνων ὁ Παρνάσσιος αὐτὸν μυχὸς διαυλοδρομᾶν ὕπατον παίδων ἀνέειπεν (P. 10.9) μαθὼν δέ τις ἀνερεῖ, εἰ πὰρ μέλος ἔρχομαι (Gildersleeve: ἂν ἐρεῖ codd.) (N. 7.68)