ἀποικία

From LSJ
Revision as of 14:02, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποικία Medium diacritics: ἀποικία Low diacritics: αποικία Capitals: ΑΠΟΙΚΙΑ
Transliteration A: apoikía Transliteration B: apoikia Transliteration C: apoikia Beta Code: a)poiki/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, (ἄποικος)

   A settlement far from home, colony, Pi.O.1.24, S.Fr.373.6, Hdt.1.146, IG1.31, etc.; correlative to μητρόπολις, Th.1.34; εἰς ἀ. στέλλειν, ἄγειν, send, lead to form a settlement, Hdt.4.147, 5.124; ἀ. κτίσαι A.Pr.814; ἀ. ἐκπέμπειν Th.1.12; ἀ. κηρύσσειν ἐς τόπον ib. 27; ἀ. ποιεῖσθαι Pl.Lg.702c; στέλλειν(of the οἰκιστής) Str.8.6.22; ἀποστέλλειν (of the μητρόπολις) Aeschin.2.176; ἡ κώμη ἀ. οἰκίας is an offshoot from .., Arist.Pol.1252b17.    2 migration, Ph.2.410.    II charter granted to a colony, Hyp.Fr. 73.

German (Pape)

[Seite 304] dasselbe, bes. Ansiedlung, Pflanzstadt, Pind. Ol. 1, 24 Aesch. Prom. 816 Her. 1, 146 Thuc. 1, 25 Plat. u. Folgde; τὰς ἀποικίας ποιεῖσθαι ἐπὶ τῶν ἀγρῶν Arist. pol. 6, 4, sich auf dem Lande (von der Stadt entfernt) ansiedeln.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποικία: Ἰων. -ίη, ἡ, (ἄποικος), συνοικισμὸς ἀνθρώπων μακρὰν τῆς ἑαυτῶν πατρίδος, ἀποικία, Πινδ. Ο. 1. 36, Σοφ. Ἀποσπ. 342, Ἡρόδ. 1. 146, κτλ.· ἀντίστροφον τῷ μητρόπολις, Θουκ. 1. 34· εἰς ἀπ. στέλλειν, ἄγειν Ἡρόδ. 4. 147., 5. 124· ἀπ. κτίζειν, Αἰσχύλ. Πρ. 814· ἀπ. ἐκπέμπειν Θουκ. 1. 12· ἀπ. κηρύσσειν ἐς τόπον ὁ αὐτ. 1. 27· ἀπ. ποιεῖσθαι Πλάτ. Νόμ. 702C ἡ κώμη ἀποικία οἰκίας εἶναι παραφυάς, βλαστός, τῆς οἰκίας, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 2, 6.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
colonisation, colonie ; ἀποικίαν ἐκπέμπειν emmener une colonie ; ἀποικίαν ἀποστέλλειν envoyer une colonie.
Étymologie: ἄποικος.

English (Slater)

ᾰποικία
   1 colony, settlement ἐν εὐάνορι Λυδοῦ Πέλοπος ἀποικίᾳ (ἐποικίᾳ e Σ Hermann: τουτέστι ἐν τῇ Πελοποννήσῳ. Σ.) (O. 1.24) ἢ Δωρίδ' ἀποικίαν οὕνεκεν ὀρθῷ ἔστασας ἐπὶ σφυρῷ Λακεδαιμονίων (τὴν τῶν Ἡρακλειδῶν κάθοδον. Σ.) (I. 7.12)

English (Slater)

ᾰποικία
   1 colony, settlement ἐν εὐάνορι Λυδοῦ Πέλοπος ἀποικίᾳ (ἐποικίᾳ e Σ Hermann: τουτέστι ἐν τῇ Πελοποννήσῳ. Σ.) (O. 1.24) ἢ Δωρίδ' ἀποικίαν οὕνεκεν ὀρθῷ ἔστασας ἐπὶ σφυρῷ Λακεδαιμονίων (τὴν τῶν Ἡρακλειδῶν κάθοδον. Σ.) (I. 7.12)