Θρασύβουλος

From LSJ
Revision as of 14:02, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
Thrasybule « aux décisions hardies » :
1 tyran de Milet;
2 Athénien qui chassa les Trente tyrans;
3 autres.
Étymologie: θρασύς, βουλή.

English (Slater)

Θρᾰςῠβουλος son of Xenokrates of Akragas, victor in Pythian (490 B. C.) and Isthmian chariot races.
   1 πατρὶ τεῷ, Θρασύβουλε (P. 6.15) τῶν νῦν δὲ καὶ Θρασύβουλος πατρῴαν μάλιστα πρὸς στάθμαν ἔβα (P. 6.44) ὦ Θρασύβουλε (I. 2.1) οὐκ ἀγνῶτες ὑμῖν ἐντὶ δόμοι οὔτε κώμων, ὦ Θρασύβουλ, ἐρατῶν οὔτε μελικόμπων ἀοιδᾶν (I. 2.31) ὦ Θρασύβουλ, ἐρατᾶν ὄχημ' ἀοιδᾶν τοῦτό τοι πέμπω fr. 124. 1.

English (Slater)

Θρᾰςῠβουλος son of Xenokrates of Akragas, victor in Pythian (490 B. C.) and Isthmian chariot races.
   1 πατρὶ τεῷ, Θρασύβουλε (P. 6.15) τῶν νῦν δὲ καὶ Θρασύβουλος πατρῴαν μάλιστα πρὸς στάθμαν ἔβα (P. 6.44) ὦ Θρασύβουλε (I. 2.1) οὐκ ἀγνῶτες ὑμῖν ἐντὶ δόμοι οὔτε κώμων, ὦ Θρασύβουλ, ἐρατῶν οὔτε μελικόμπων ἀοιδᾶν (I. 2.31) ὦ Θρασύβουλ, ἐρατᾶν ὄχημ' ἀοιδᾶν τοῦτό τοι πέμπω fr. 124. 1.