ἀελλόπους
From LSJ
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
French (Bailly abrégé)
ους, ουν ; gén. όποδος
aux pieds rapides comme la tempête.
Étymologie: ἄελλα, πούς.
English (Slater)
ᾰελλόπους
1 storm footed ἀελλοπόδων ἵππων (N. 1.6), fr. 221. 1. fig. “δίφρους ἀελλόποδας.” (P. 4.18)
English (Slater)
ᾰελλόπους
1 storm footed ἀελλοπόδων ἵππων (N. 1.6), fr. 221. 1. fig. “δίφρους ἀελλόποδας.” (P. 4.18)