Διόνυσος
Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt
English (LSJ)
ὁ, Od.11.325, S.Ant.957, etc.:—Ep. also Διώνῡσος, Il. 6.132, 14.325, Od.24.74, Hes.Th.947, Archil.77, Thgn.976:—Boeot. Διώνουσος, IG7.2468
A a, al., and Δεύνυσος (q. v.):—also Δίνυσος, Ἀρχ. Ἐφ. 1913.221 (Mytilene): Διένυσος, IG12(7).78 (Amorgos):— Dionysus, Διονύσου γοναί, name of comedies by Polyzelus and Anaxandrides, IG14.1098.
Greek (Liddell-Scott)
Διόνῡσος: ὁ, Ὀδ. Λ. 324, Σοφ. Ἀντ. 957, κτλ.· Ἐπ. ὡσαύτως Διώνῡσος Ἰλ. Ζ. 132, Ξ. 325, Ὀδ. Ω. 74, Ἡσ., Βακχυλ. 8. 98, κτλ., καὶ Δεύνυσος (ὃ ἴδε). ― Ἴδε ἐν λ. Βάκχος· Διονύσου γοναί, ὄνομα κωμῳδίας τινὸς τοῦ Πολυζήλου, ἴδε Συλλ. Ἐπιγρ. 230.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
Dionysos, le même que Bacchus, fils de Zeus et de Sémélè, dieu du vin, symbole des forces productrices de la terre ; ἐν Διονύσου au théâtre, ou dans l’assemblée du peuple, ou dans le sanctuaire de Dionysos.
Étymologie: Διός, R. Νυ, couler -- DELG Διός ou mot thrace signidiant « ciel », et pê mot thrace signifiant « fils » à rapprocher de Νῦσα (Kretschmer).
English (Slater)
Δῐόνῡσος v. Διώνυσος.
English (Slater)
Δῐόνῡσος v. Διώνυσος.