ἀντίθεος

Revision as of 14:13, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

English (LSJ)

η, ον,

   A equal to the gods, godlike (cf. S.E.M.7.6): Homeric epith. of heroes, Il.5.663, etc.; of nations, ib.12.408, Od.6.241; of women, only ib.11.117; applied even to Polyphemus and the suitors, ib.1.70, 14.18; ἥρωες ἀ. B.10.79.    II contrary to God, Ph.1.566, al.    2 Subst. ἀντίθεος, ὁ, hostile deity, Hld.4.7, Iamb.Myst.3.31, PMag.Lond.121.635 (unless Adj., disguised as a god).

German (Pape)

[Seite 252] α, ον, gottgleich, ἰσόθεος, von ἀντί in der Bedeutung b), wie ἀντιάνειρα, Apoll. lex. Hom. 31, 9. 83, 15, vgl. Lehrs Aristarch. p. 120; bei Hom. Beiwort der Helden, die durch Körperkraft und Schönheit vor anderen Menschen ausgezeichnet waren, wie Il. 24. 258 vom Hektor ὃς θεὸς ἔσκε μετ' ἀνδράσιν, οὐδὲ ἐῴκει ἀνδρός γε θνητοῦ πάις ἔμμεναι ἀλλὰ θεοῖο; nicht moralisch gut; auch Polyphem, Od. 1, 70, u. die Freier, 14, 18, wo an keine gekünstelte Erkl. »widersetzlich gegen die Götter« zu denken. Od. 4, 571. 14, 247 u. sonst ἀντίθεοι ἕταροι. Auch von ganzen Völkern, Il. 12, 408 Od. 6, 241; Penelope Od. 11, 117. 13, 378, ἀντιθέην ἄλοχον. – Pind. u. Sp. Ep. – Bei Heliod. 4, 7 ὁ ἀντίθεος ein feindlicher Gott.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίθεος: -η, -ον, ἴσος τοῖς θεοῖς, ὡς τὸ ἰσόθεος, (πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 6): Ὁμηρ. ἐπίθ. Ἡρώων ὡς διακεκριμένων ἐπὶ ῥώμῃ, καλλονῇ, κτλ.· ὡσαύτως ἐπὶ ὁλοκλήρων ἐθνῶν, Ἰλ. Μ. 408, Ὀδ. Ζ. 241· ἐπὶ γυναικῶν μόνον, ἐν Ὀδ. Λ. 117: - Οὐδεμία ἠθικὴ ἀρετὴ ὑποννοεῖται, ἐπειδὴ τὸ ἐπίθετον τοῦτο ἀποδίδοται εἴς τε τὸν Πολύφημον καὶ εἰς τοὺς μνηστῆρας, Ὀδ. Α. 70, Ξ. 18· πρβλ. ἀμύμων· ἀντίθεος ἀντὶ τοῦ ἰσόθεος, καὶ ὅτι παρ’ Ὁμήρῳ ἀντίθεοι οἱ τῆς Πηνελόπης μνηστῆρες διὰ τὸ γένος ἢ τὸ κάλλος λέγονται, καὶ ὅτι διὰ πλοῦτον ἢ ἀνδρείαν ἀντίθεός τις λέγεται Εὐστ. 1749. 3. ΙΙ. ἐναντίος τῷ θεῷ, ἀσεβής, Νόνν. μετάφρ. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ε΄, 166. 2) ὡς οὐσιαστ., ἀντίθεος, ὁ, ἐχθρικὸς δαίμων, ἐχθρικὴ θεότης, ἀλλὰ ἀντίθεος ἔοικεν ἐμποδίζειν τὴν πρᾶξιν Ἡλιόδ. 4. 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
semblable à un dieu (en force, en beauté, etc.).
Étymologie: ἀντί, θεός.

English (Autenrieth)

3: godlike, epith. of distinction as regards rank, might, stature, beauty; applied to kings, Il. 5.663; to the companions of Odysseus, Od. 4.571; to the suitors, Od. 14.18, and (by Zeus) even to Polyphēmus, Od. 1.30; rarely of women, ἀντιθέην ἄλοχον (Penelope), Od. 11.117.