ἀγαθίς
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
ίδος, ἡ [ῐ Hdn.Gr.2.18],
A ball of thread, Pherecyd.148J., Aen.Tact.31.19, Orib.Fr.57, etc.; ἀγαθῶν ἀγαθίδες, prov., quantities of goods, Com.Adesp.827. II=σησαμίς, Hsch., Eust.1366.33.
German (Pape)
[Seite 5] ῖδος, ἡ, das Knäul, VLL., die aus den com. ἀγαθῶν ἀγαθῖδες anführen, ἐπὶ πολλῶν ἀγαθῶν.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγᾰθίς: -ίδος, [ῐ Δρακ. 23], ἡ, δέσμη, κουβάρι, σφαῖρα νήματος, Φερεκύδ. 106· - ἀγαθῶν ἀγαθίδες, παροιμ. = ἐπὶ πολλῶν ἀγαθῶν. Κωμ. ἐν Α. Β. 9, Πολυδ. 7. 31. (Παρὰ Σουΐδ. ἀντ’ ἀγαθῶν ἀγαθίδες, παροιμ. ἐπὶ τῶν εὖ πασχόντων ἀνθ’ ὧν εὐηργέτησαν πρότερον. 2) = σησαμίς, Ἡσύχ. Εὐστάθ.)