ἀγρευτικός
From LSJ
Ὁ νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott
English (LSJ)
ή, όν,
A of or skilled in hunting, ἀγρευτικόν [ἐστι] useful for ensnaring an enemy, X.Eq.Mag.4.12; ἀ. λίνος Sch.E.Ba.611. Adv. -κῶς Poll.5.9.
German (Pape)
[Seite 22] zum Jagen geschickt, Xen. mag. equ. 4, 12.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγρευτικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος, χρήσιμος ἢ πεπειραμένος εἰς τὸ θηρᾶν· ἀγρευτικόν (ἐστι), χρήσιμον εἰς τὸ νὰ παγιδεύσῃ τις ἐχθρόν, Ξεν. Ἱππαρχ. 4. 12. Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. 5. 9.