ἁδύγλωσσος

From LSJ
Revision as of 14:28, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_1)

Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 515

German (Pape)

[Seite 37] u. ähnliche dor. für ἡδύγλωσσος.

English (Slater)

ᾱδῠγλωσσος, -ον
   1 sweet tongued ἀλαθής τέ μοι ἔξορκος ἐπέσσεται ἑξηκοντάκι δὴ ἀμφοτέρωθεν ἀδύγλωσσος βοὰ κάρυκος ἐσλοῦ (O. 13.100)