ἀγωνιστής
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A combatant, ἀ. πικροί E.Ion1257 :—esp.competitor in the games, Hdt.2.160, 5.22; generally, opp. κριτής, Isoc.2.13, Th.3.37, etc.:—as Adj., ἀ. ἵπποι race- horses, Plu.Them.25. 2 pleader, debater, Pl.Phdr.269d, Tht. 164c. 3 actor, Arist.Pr.918b28; θεωροῖς εἴτ' ἀγωνισταῖς Achae.3; ἀ. τραγικῶν παθῶν Timae.119. II master in any art or science, Isoc.15.201,204; ἄκρος ἀ. [τῆς γεωμετρίας] [D.]61.44. III c. gen., one who struggles for a thing, champion, ἀ. τῆς ἀρετῆς, ἀληθείας, Aeschin.3.180 (pl.), Plu.2.16c.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγωνιστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀγωνιζόμενος, ὁ ἀντίπαλος, μάλιστα κατὰ τοὺς ἀγῶνας, Ἡρόδ. 2. 160., 5. 22, Ἰσοκρ. 17C, κτλ.: - ὡς ἐπίθ., ἀγ. ἵπποι, ἵπποι διὰ τοὺς ἀγῶνας ἠσκημένοι, Πλουτ. Θεμ. 25. 2) συνήγορος, δικηγόρος, συζητητής, ἀντίπαλος ἐν τῇ συζητήσει, Πλάτ. Φαῖδρ. 269D, Θεαίτ. 164C, πρβλ. Θουκ. 3, 37. 3) ὑποκριτής, ἠθοποιός, Ἀριστ. πρβλ. 19, 15· θεωροῖς εἴτ’ ἀγωνισταῖς, Ἀχαιὸς ἐν’ «Ἄθλοις» παρ’ Ἀθ. 417F· (ἀλλ’ ἐν τῇ ἐκδ. τοῦ Meineke γράφεται ταγηνισταῖς)· ἀγ. τραγικῶν παθῶν, Τίμαι. 119. ΙΙ. ὁ φιλότιμος διδάσκαλος ἐν πάσῃ τέχνῃ ἢ ἐπιστήμῃ, Ἰσοκρ. Ἀντιδ. 201, 204· ἄκρος ἀγ. [τῆς γεωμετρίας], Δημ. 1414. 20. ΙΙI. μ. γεν., ὁ ἀγωνιζόμενος περί τινος πράγματος· ἀγ. τῆς ἀρετῆς, τῆς ἀληθείας, πρόμαχος τῆς ἀρετῆς, τῆς ἀληθ., Αἰσχίν. 79. 31, Πλούτ. 2. 16C.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
I. athlète ; adj. ἀγωνισταῖ ἵπποι PLUT chevaux de course, càd de race;
II. p. ext. 1 tout homme qui lutte par la parole ou par l’action, avocat, orateur dans une discussion, champion en gén.
2 maître dans un art, dans une science.
Étymologie: ἀγωνίζομαι.