ἄζωος
From LSJ
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
English (LSJ)
ον, (ζωή)
A without life, Porph.Sent.20, Procl.Inst.188. II (ζῷον) without maggots, of seeds, Thphr.CP4.15.3.
German (Pape)
[Seite 44] auch ἄζως, ων, ohne Leben, Sp.; keine lebendigen Jungen zur Welt bringend, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἄζωος: -ον, (ζωὴ) = ἄνευ ζωῆς, Πορφύρ. ΙΙ. (ζῷον) μὴ ἔχων σκώληκας ἐν ἑαυτῷ, περὶ ξύλου, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 4. 15. 3.