ἀθυροστομία
English (LSJ)
ἡ,
A = ἀθυρογλωττία, Plu.2.11c, AP5.251 (Paul. Sil.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀθῠροστομία: ἡ = ἀθυρογλωττία, Ἀνθ. ΙΙ. σ. 252.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
bavardage sans retenue.
Étymologie: ἀθυρόστομος.
ἡ,
A = ἀθυρογλωττία, Plu.2.11c, AP5.251 (Paul. Sil.).
ἀθῠροστομία: ἡ = ἀθυρογλωττία, Ἀνθ. ΙΙ. σ. 252.
ας (ἡ) :
bavardage sans retenue.
Étymologie: ἀθυρόστομος.