ἄθηλος
From LSJ
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
English (LSJ)
ον,
A unsuckled, Ar.Lys.881; just weaned, Semon.5.
German (Pape)
[Seite 46] ungesäugt, παιδίον Ar. Lys-881. Bei Slm. frg. 146 scheint es ein πῶλος, der nicht mehr saugt, zu sein.
Greek (Liddell-Scott)
ἄθηλος: -ον, (θηλή), ὁ μὴ θηλασθείς, ’Αριστοφ. Λυσ. 281: - ὁ μόλις ἀπογαλακτισθείς, ὁ τοῦ Ὁρατίου jam lactem depulsus, Σιμων. Ἀμοργ. Ἰαμβογρ. 5. ΙΙ. εὐνοῦχος, Κύριλλ. παρὰ Σουΐδ.