ἀποκρεμάω
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
English (LSJ)
A = ἀποκρεμάννυμι, Arist.HA 540b26, Luc.Asin.30.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκρεμάω: ἀποκρεμάννυμι, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 5, 5.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
fut. att. de ἀποκρεμάννυμι;
prés. c. ἀποκρεμάννυμι.
Étymologie: ἀπό, κρεμάω.