ἀστειότης
From LSJ
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A prettiness, daintiness of person, Vett.Val.161.17; politeness, wit, μακαρισμὸς καὶ ἀ. Andronic.Rhod.p.570M., cf. Lib.Or.11.270, Sch.Ar.Pax370.
German (Pape)
[Seite 375] ητος, ἡ, dasselbe, Schol. Ar. Av. 195.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστειότης: -ητος, ἡ, κομψεία, εὐφυΐα, χάρις, Λατ. urbanitas, Λιβάν. 1. 365, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ.· οὕτω καὶ ἀστειοσύνη, Λιβάν. 1. 322.