ἀπελευθεριάζω
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
A to be free, act freely, -άζουσα κίνησις Ph.1.419, cf. 277; in bad sense, ὑπ' αὐθαδείας Id.2.31.
German (Pape)
[Seite 286] frei sein u. handeln, Sp., wie Philo.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπελευθεριάζω: εἶμαι ἐλεύθερος, πράττω τι ἐλευθέρως, Φίλων 1. 149, κτλ.: - ἐπὶ κακῆς σημασίας, θρασύνομαι, ὁ αὐτ. 1. 277.