ἀνθυπάγω
ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods
English (LSJ)
[ᾰγ],
A bring to trial or indict in turn, Th.3.70. 2 rejoin, reply, A.D.Pron.53.21, al.:—Pass., τὸ-αγόμενον, -αχθησόμενον, Id.Synt.118.1, 121.22. b substitute, ib.12.9, etc. 3 lead under in turn, αἰχμαλώτους ὑπὸ τὸ ζυγόν D.C.Fr.36.22; but in Med., bring over, τινὰς ἐς εὔνοιαν ib.35.10. 4 withdraw in turn, ἀνθυπῆγε Μαρδόνιος Aristid.1.146J.
German (Pape)
[Seite 235] sc. ἐς δίκην, dagegen anklagen, Thuc. 3, 70. Bei Apoll. pron. 276 b = ein Wort dem andern entgegenstellen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθυπάγω: [ᾰ], καταγγέλλω καὶ ἐγὼ τὸ δικαστήριον τὸν ὑπαγαγόντα με εἰς δίκην καὶ ἀποτυχόντα, Θουκ. 3. 70. 2) ἀναφέρω, ὑπάγω, τὰ ἄρθρα ἀνθυπάγεται ταῖς ἀντωνυμίαις Ἀπολλών. περὶ Ἀντωνυμ. 264C. - ἐπὶ στρατοῦ, ἀνθυποχωρῶ, αὖθις δὲ ἀνθυπῆγε Μαρδόνιος τοὺς Λακεδαιμονίους ἀνθαιρούμενος Ἀριστείδ. τόμ. 1, σ. 237, ἔκδ. Γ. Δινδορφ. (1829).