διαλακτίζω
From LSJ
Ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος ἐτίμησεν... → The Council and the People honored... (inscription in the Roman city of Aizonai)
English (LSJ)
A kick away, spurn, Theoc.24.25, Plu.2.648b.
German (Pape)
[Seite 585] in Stücke zerreißen, ποσὶν – χλαῖναν Theocr. 24, 25.
Greek (Liddell-Scott)
διαλακτίζω: μέλλ. -ίσω, λακτίζων διασπῶ, ἀπολακτίζω, καταφρονῶ, Θεοκρ. 24. 25, Πλούτ. 2. 648Β.
French (Bailly abrégé)
1 déchirer à coups de talon;
2 faire tomber en piétinant.
Étymologie: διά, λακτίζω.