διδυμόζυγος
From LSJ
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
English (LSJ)
ον,
A with a pair of horses; twofold, ὕδωρ Nonn.D.15.21; μόρος ib.34.240.
German (Pape)
[Seite 616] doppelgespannt, übh. doppelt, Nonn. D. 15, 21.
Greek (Liddell-Scott)
δῐδῠμόζῠγος: -ον, διπλοῦς, ὕδωρ Νόνν. Δ, 15. 21· ὡσαύτως, ἔχων ζεῦγος ἵππων, διδυμόζυξ, υγος, ὁ, ἡ, δίφρος ὁ αὐτ. Δ. 21. 210.