δύσρητος
From LSJ
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
English (LSJ)
ον,
A that should not be spoken, Demetr.Eloc.302. II hard to give a name to, Gal.12.501.
German (Pape)
[Seite 688] schwer zu sagen, Dem. Phal. 326; schwer auszusprechen, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
δύσρητος: -ον, δυσκόλως λεγόμενος, αἰσχρὰ καὶ δύσρητα Δημ. Φαλ. 326. 2) δυσκόλως προφερόμενος, δύσρητοι φωναὶ, στράγξ, σφίγξ Γαλην. 8. 594, 595., 13. 359.