ἐγκαταχωρίζω
From LSJ
ὡς χαρίεν ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος ᾖ → how graceful is man when he is really a man | what a fine thing a human is, when truly human
English (LSJ)
A place in:—Pass., ῥυθμοὶ -κεχωρισμένοι ἀδήλως D.H.Dem.50 (cf. ἐγκατατάσσω).
German (Pape)
[Seite 706] einstellen, -setzen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκαταχωρίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, καταχωρίζω ἔν τινι, Ὠριγέν. Φιλοκ. 25. σ. 92.